Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

05. Ο σπασμένος καθρέφτης

Ψηλάφισε το παγωμένο τζάμι και αναρωτήθηκε φωναχτά γιατί να είναι κρύο, αφού πιάνει την επιφάνεια που βρίσκεται εντός του δωματίου. Ψάχνοντας να ικανοποιήσει τα ερωτηματικά του, άρχισε να γλύφει το γυαλί, ώσπου ασυναίσθητα έβαλε τα κλάματα. Από μακριά έβλεπε μια φιγούρα να τον πλησιάζει. Από την άκρη του δρόμου, σαν να τραβούσε την άσφαλτο, ερχόταν η αδερφή του. Με ένα σκισμένο παντελόνι και το κεφάλι της να στάζει αίμα. Έκλεισε τα μάτια του, κι όταν τα άνοιξε βρισκόταν ακόμα πιο κοντά, ώσπου χτύπησε η εξώπορτα. Τότε το πεδίο όρασής του έμεινε κενό, και κατέβηκε την μεγάλη ξύλινη σκάλα και άνοιξε την πόρτα.
''Σου έφερα τα γράμματα'', είπε η Ξένια χωρίς να τον κοιτάζει στα μάτια.
''Δεν είναι ανάγκη. Δεν περιμένω από κανέναν, κάποιο γράμμα. Όσοι έχουν να μου πουν κάτι, με επισκέπτονται. Νεκροί και ζωντανοί.''

Το επόμενο πρωινό, έσπρωξε την πόρτα της αποθήκης, που είχε βάλει άχρηστα αντικείμενα, που παλιότερα αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητάς του. Κουμπιά στο πάτωμα, γυάλινα βάζα, αποξηραμένα λουλούδια, σκονισμένα περιοδικά, τσάντες με ρούχα που ξεχείλιζαν, και στην ευθεία του ένας σπασμένος καθρέφτης. Ήταν σπασμένος με τα κομμάτια ακόμα κολλημένα στην ξύλινη επιφάνεια. Πλησιάσε και ήταν σαν να έβλεπε μια οικογενειακή φωτογραφία, και προσπαθούσε να θυμηθεί ποτε είχε σπάσει. Πριν τον ''θάνατο'' ή μετά; Μήπως αυτός ήταν υπαίτιος για τον ''θάνατο''; Μήπως τα 7 χρόνια γρουσουζιάς του επιφύλασσαν αυτήν την ανατροπή στην ζωή του;
Σκέφθηκε πως πάντα είναι εύκολο να δίνουμε απαντήσεις και λύσεις που φαντάζουν ξεκάθαρες και γρήγορες, χωρίς σκέψη. Ναι, αυτός ήταν υπαίτιος. Δεν ήταν ο Θεος που τους πήρε μακριά και τους χώρισε. Ήταν ο καθρεφτης. Ήταν μια απροσεξία της στιγμής, που στην ουσία του κόστισε την ηρεμία της ζωής του ολόκληρης.
Τον έπιασε στα χέρια του, και θυμήθηκε το βάρος του. Θυμήθηκε πως πάντα φοβόταν τους καθρέπτες. Πως πάντα φοβόταν τον συγκεκριμένο καθρέφτη που γέμιζε το σαλόνι είδωλα. Άνοιξε το παράθυρο και με δυσκολία τον πέταξε στον κήπο. Ο δυνατός κρότος έκανε τα φώτα από τα παρακείμενα σπίτια να ανάψουν, και τον καθρέφτη να γίνει κομμάτια. Όχι μόνο το γυαλί, αλλά και το ξύλο. Κατέβηκε στον κήπο και έθαψε τα υπολείμματα. Έθαψε τα θρύψαλλα.
Μέσα του είχε αρχίσει να κλείνει όσες πληγές έβρισκε ανοιχτές και τις θεωρούσε μειάσματα. Χωρίς να γνωρίζει αν ήταν το σωστό.
Αλλά άρχισε για πρώτη φορά να νοιώθει ανακούφιση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου