Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

04. Τα σταφύλια

Όλη τη νύχτα προσπαθούσε να νοιώσει τι σημαίνει να καταλαβαίνεις οτι κοιμάσαι, αλλά δεν το κατάφερε. Τον πήρε ο ύπνος χωρίς να γίνει μάρτυρας της μετάβασης. Και κάπου εκεί ανάμεσα στον ύπνο και στην πραγματικότητα, ένοιωσε το σώμα του να πάλλεται σε γρήγορους ρυθμούς. Δεν μπορούσε να απελευθερωθεί. Είδε τον εαυτό του να βρίσκεται ανάμεσα σε γνωστά πρόσωπα. Σε πρόσωπα από τις ιστορίες του. Που τον κυνηγούσαν, κι εκείνος για να τους αποφύγει έτρεχε στην πλαγιά ενός βουνού, ώσπου έφτασε στην κορυφή και χωρίς να το σκεφτεί έπεσε στο κενό της άλλης πλευράς. Ξαφνικά ξύπνησε, και συνειδητοποίησε οτι είχε κοιμηθεί στον κήπο. Ή καλύτερα, είχε βρεθεί, άγνωστο πως, να κοιμάται στον ύπνο. Θυμόταν με μαθηματική ακρίβεια το πως άφησε το ποτήρι[με κόκκινο κρασί] στο κομοδίνο, το πως ξεκούμπωσε το ρολόι του και το ακούμπησε στο πάτωμα, κι ύστερα πως σφήνωσε το κεφάλι ανάμεσα σε δυο μαξιλάρια.
Πάτησε το χώμα που ύγρανε τα πέλματα των ποδιών του, και κινήθηκε προς το σπίτι. Ένοιωσε έναν έντονο φόβο να τον περιβάλλει. Πρώτα η ηρωϊδα του μηθιστορήματός του εμφανίστηκε μπροστά του, τώρα το ξύπνημα στον κήπο. Είχε πεπειστεί πως τον εγκατέλειπε η λογική του. Εκεί ήταν που αποφάσισε να γράψει όσο πιο γρήγορα γινόταν το βιβλίο του. Ένοιωθε να μην του απομένει πολύς χρόνος, να τελειώνουν τα αποθέματα της λογικής, και να περνάει σε ένα νεο επίπεδο, σε ένα μεταίχμιο.
Ανέβηκε στο δωμάτιό του, και έκλεισε την πόρτα. Καταλάβαινε πως το σώμα του αποζητούσε μια κουβέρτα για να ζεσταθεί, αλλά εκείνος έβγαλε την μπλούζα του και κάθισε στο πάτωμα, παίρνοντας ένα χαρτί και ένα μολύβι στα χέρια του.
''Καλημέρα''.
Γύρισε και είδε την μητέρα του ακίνητη και γυρισμένη προς το παράθυρο.
''Μαμά;'', κι ούτε πίστευε αν αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό.
''Εγώ είμαι, αλλά θα φύγω. Ήρθα μόνο για να σου δώσω ένα φιλί''.
Τον πλησίασε, αφού πρώτα με μια απότομη κίνηση γύρισε προς το μέρος του. Φορούσε ένα μακρύ άσπρο φόρεμα, και κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο ψάθινο καλάθι με σταφύλια.
Εκείνος φοβισμένος, σηκώθηκε και έτρεξε προς την πόρτα. Βγήκε και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Όταν πια γύρισε είχε εξεφανιστεί, και είχαν απομείνει μόνο τα σταφύλια πάνω στο μαξιλάρι του κρεβατιού του.
Πήρε το μολύβι και μουτζούρωσε την λευκή σελίδα. Χωρίς να το καταλάβει, έβαλε τα κλάματα, και προσπάθησε να βάλει την σκέψη του σε μια σειρά.
Τράβηξε μια ευθεία κατακόρυφη γραμμή στην λευκή σελίδα και στην μια μεριά έγραψε 'Κλώντ', και στην άλλη 'μαμα'. Έπρεπε να ανακαλύψει ποιοι πραγματικά ήταν ζωντανοί, ποιοί ήταν νεκροί και ποιοι αποφασισμένοι να μην τον αφήσουν να ολοκληρώσει το βιβλίο του. Πάνω από την 'Κλώντ' έγραψε 'ΖΩΝΤΑΝΟΙ', και πάνω από την 'μαμά' ζωγράφισε ένα μεγάλο ερωτηματικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου