Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

03. Ο πρώτος επισκέπτης

Τα βήματά του έγιναν πιο γρήγορα και η ανάσα του ξαφνικά σταμάτησε. Σαν να είχε δει τον χειρότερο εφιάλτη του ζωντανό. Κάπου εκεί μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να διακρίνει τις φιγούρες που βρισκόταν απέναντί του. Έκλεισε τα μάτια του και γονάτισε στο έδαφος.
Πετάχτηκε από το όνειρο που τον κρατούσε δέσμιο στον ύπνο του. Η ώρα είχε φτάσει 7 το πρωί, και χωρίς να έχει με κάτι να ασχοληθεί, σηκώθηκε από το κρεβάτι του και τράβηξε την κουρτίνα του δωματίου του. Όλα είχαν καληφθεί με χιόνι, χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Κι ύστερα σκέφτηκε πως το χιόνι δεν κάνει θόρυβο, και δεν σε προειδοποιεί ποτέ. Λένε πως πριν χιονίσει, το κρύο γίνεται πιο γλυκό.
Κοίταξε στο γραφείο του τις σελίδες που έγραψε εχθές. Τα δυο πρώτα κεφάλαια που ήταν μόνο τέσσερις προτάσεις. Κράτησε το πρώτο κεφάλαιο και το δεύτερο το πέταξε. Ύστερα αντέγραψε τα λόγια του δεύτερου, ύστερα από την τελεία της τελευταίας πρότασης του πρώτου του κεφαλαίου. Το είχε πάρει απόφαση. Το πρώτο κεφάλαιο θα ήταν μεγάλο σαν ένα μεγάλο βιβλίο.
Κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
Έβαλε ένα ποτήρι κρασί [η ώρα ήταν 7.30] και κάθισε στον πάγκο της κουζίνας.
''Ξύπνησες;'', ρώτησε μια γυναικεία φωνή.
Έψαξε την παρουσία της στον χώρο και την είδε να κάθεται στο κατώφλι της εξώπορτας. Ήταν η Κλωντ, η ηρωίδα του τέταρτου μυθιστορήματός του. Η γαλλίδα φοιτήτρια που είχε ξεκινήσει ένα ταξίδι για την Ελλάδα και βρέθηκε στην Ιταλία να απειλεί να αυτοκτονήσει, γιατί είχε ερωτευτεί τον Πέτρο, έναν Έλληνα οινοπαραγωγό, που βρισκόταν στο Τορίνο. Ο οποίος ήταν παντρεμένος.
Λίγο πριν φτάσει στην τελευταία σελίδα, αποφάσισε να την σκοτώσει. Την οδήγησε σε μια παγωμένη λίμνη και την έπνιξε στα πράσινα νερά του, χωρίς κανείς να το καταλάβει. Ήταν η μοναδική ηρωϊδα που του είχε προκαλέσει θλίψη για πολλά χρόνια μετέπειτα. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τον λόγο που αυτοκτόνησε, και κανείς ποτέ δεν την αναζήτησε.
''Πριν λιγο'', πρόλαβε να της πει, πριν εκείνη αρχίσει να τρέχει μέσα στο δωμάτιο φορώντας ένα λευκό υγρό φόρεμα.
Κάθισε απέναντί του, και τον ρώτησε κοιτάζοντας το πάτωμα.
''Γιατί με σκότωσες;''
''Για μένα δεν πέθανες ποτέ.''
''Ήταν σαν να μην υπολόγιζα τα βήματά μου, κι όταν είδα την λίμνη, ήξερα πως θα ήταν αυτό το τέλος μου''
''Γιατί με επισκέπτεσαι τώρα;'', είπε και άφησε το ποτήρι στο νεροχύτη.
''Θα μου πεις γιατί με σκότωσες;''
''Δεν ξέρω πως είναι οταν κάποιος πεθαίνει. Σίγουρα, δεν είναι κάτι που περιμένει. Αλλά ξέρεις πως επιδρά ένας θάνατος σε κάποιον που μένει ζωντανός;''
''Ναι, αλλά κανείς δεν με έψαξε''
''Που το ξέρεις; Αφού είχες φύγει''

Η Ξένια, η γειτόνισσα που του έφερνε τα γράμματα από το κοινό γραμματοκιβώτιο , είχε μείνει να τον κοιτάζει από το παράθυρο της κουζίνας να μιλάει γαλλικά σε μια άδεια καρέκλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου