Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

02. Ο ορισμός της οικογένειας

''Την κράτησε από τους ώμους, κι εκείνη δεν έδειξε ούτε ίχνος φόβου. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος την φίλησε στο μάγουλο και την έσπρωξε στο κενό. Γύρισε απότομα και έκλεισε την τσίγκινη πόρτα της ταράτσας. ''
Τελος.
Τσαλάκωσε την σελίδα και την έβαλε στο συρτάρι του.
Το πρώτο του μυθιστόρημα δεν είχε τέλος. Γιατί φοβήθηκε να σκοτώσει την ηρωϊδα του. Τους άφησε στην προηγούμενη σελίδα να τρώνε μια τούρτα με τα χέρια. Προηγουμένως, είχε σκοτώσει την αγάπη τους, βάζοντας ανάμεσά τους ένα ψέμα. Αυτός ήταν και ο φόνος του πρώτου του μυθιστορήματος.
Του ήρθε στην σκέψη του να επιστρέψει στην πρώτη αυτή ιστορία και να προχωρήσει σε έναν αληθινό φόνο. Να τους σκότωνε. Κι ύστερα το μετάνοιωνε. Ένοιωθε να τον είχαν εγκαταλείψει όλοι του οι παλιοί ήρωες. Εκείνοι που κάποτε του κρατούσαν συντροφιά για χρόνια, είχαν τώρα φτιάξει τις ζωές τους και τον είχαν αποκλείσει. Και ένοιωθε μόνος.
Και ήταν αργά για καινούργιους φίλους. Είχε ανάγκη τις αναμνήσεις του, όπως η μέλισσα έχει ανάγκη την γύρη.
Δεν μπορούσε πλεον να ξεχωρίσει ποιος ήρωας ανήκε σε ποια ιστορία. Όλοι είχαν στριμωχθει σε μια σελίδα και του ζητούσαν να τους ξεχάσει. Ή ίσως τον έσπρωχναν σε κάτι άλλο. Σε κάτι πιο παλιό.
Κι εκεί ξέθαψε μια φωτογραφία από τις παλιές. Εκείνες τις οικογενειακές, λίγο πριν από το τραπέζι κάποιας γιορτής. Που όλοι φορούσαν τα γιορτινά τους. Κι ήταν εκείνος, κι ήταν και οι άλλοι, που τώρα όμως δεν ήταν πια. Αλλά θυμόταν την κάθε τους λεπτομέρεια. Το πως η μητέρα του ίσιωνε την φούστα της, πριν καθίσει στην καρέκλα. Το πως ο πατέρας του έγλυφε τις σταγόνες του κρασιού που είχαν χυθεί στην έξω πλευρά του ποτηριού. Το πως η αδερφή του ξεχώριζε τα μπιζέλια από το ρύζι. Το πως εκείνος πλήγωνε το τραπέζι με την άκρη του πιρουνιού. Το πως ο καθένας τους έκλεινε την πόρτα του αυτοκινήτου. Εκείνος βαριά, εκείνη απαλά, αυτός γρήγορα, αυτή αθόρυβα. Κι ύστερα μουρμούριζε τα παραμύθια της μαμάς πριν τον ύπνο. Κι ύστερα θυμόταν το πως την μέρα της κηδείας, σκάλιζε το χώμα με τα δάχτυλά του, γονατισμένος μπροστά σε έναν άγνωστο τάφο.
Όλες οι αναμνήσεις του από την οικογένειά του είχαν σταματήσει πριν από 14 χρόνια, και τώρα ήταν η ευκαιρία να τις ξορκήσει, για να μπορούν όλοι μαζί να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι. Και οι πεθαμένοι και οι ήρωες των μετέπειτα ιστοριών του. Ένοιωθε πως ''εκείνοι'' είχαν χτίσει έναν τοίχο, κατηγορώντας τον, οτι τους ξέχασε και έφτιαξε μια καινούργια χάρτινη πλεον οικογένεια.
Το είχε πάρει απόφαση να γράψει για εκείνους. Που είχαν φύγει και τον είχαν αφήσει μόνο του. Που τώρα δεν είχαν το δικαίωμα να τον κατηγορούν οτι ''έφτιαξε'' την δική του οικογένεια. Ακόμα κι αν δεν ανέπνεε δίπλα του, αλλά ήταν ακουμπισμένη σε κομοδίνα και ράφια.
''Κεφάλαιο πρώτο-Το χιόνι
Γεννήθηκα μια μέρα που χιόνιζε. Κι η εφημερίδα μιλούσε για έναν άντρα που είχε σκοτώσει τρία άτομα με το αυτοκίνητό του...''
Συνέχιζε να γράφει μέχρι που τον βρήκε από το πρωί. Ξαφνικά άρχισε να ''σβήνει'' όσα είχε γράψει και κράτησε μόνο τις δυο πρώτες του προτάσεις.
''Κεφάλαιο δεύτερο-Η βροχή
Η μητέρα μου έλεγε πάντα πως όταν κάθεσαι κάτω από την βροχή, γίνεσαι εξυπνότερος. Εκείνη την νύχτα θυμάμαι οτι είχα κολλήσει το βλέμμα μου στο παράθυρο και ευχόμουν να βρέξει. Νόμιζα οτι δεν προλάβαινα να γίνω έξυπνος''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου