Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

01. Τραπέζι για τέσσερις

Όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να γράψει μια λέξη. Ούτε καν ένα άρθρο. Σχεδίαζε με το μολύβι του ακανόνιστα σχέδια πάνω στο χαρτί, που κατέληγαν μουτζούρες. Σφήνωσε το μολύβι ανάμεσα στο αριστερό του χέρι-ήταν δεξιόχειρας, με όνειρο να γίνει αριστερόχειρας-, ώσπου το έσπασε στα δυο. Σηκώθηκε από το ξύλινο γραφείο που είχε κολλήσει δίπλα από το κρεβάτι του, και ήπιε από την κούπα του. Κρύος καφές από το μεσημέρι. Ήταν κιόλας μεσάνυχτα.
Άναψε την λάμπα του μπάνιου και άνοιξε την βρύση. Στρίμωξε το κεφάλι του στον στενό νιπτήρα και το κρυο νερό κύλησε στην ράχη του. Στο κούτελό του υπήρχε πάντα ένα τσιρότο, που ανα δυο μέρες το άλλαζε και το αντικαθιστούσε με ένα καινούργιο. Σήμερα το άλλαξε δυο φορές.
Στην κουζίνα, στρωμένο τραπέζι για τέσσερις. Όλα άθικτα. Άδεια ποτήρια και πιάτα και ένα μεγάλο κηροπήγιο στην άκρη του. Προσπάθησε να καταλάβει τι ώρα ήταν, ψάχνοντας ένα ρολόϊ, αλλά κατέληξε να κοιτάζει από το παράθυρο, προσπαθώντας να καταλάβει αν οι γείτονές του είχαν κοιμηθεί.
Βημάτισε αργά προς τον πάνω όροφο που βρισκόταν η βιβλιοθήκη του. Έψαχνε να βρει αφορμές για τους καινούργιους ήρωες του τελευταίου του βιβλίου. Σαν να τον είχαν εγκαταλείψει όλοι. Όπως στην πραγματική του ζωή. Όταν η οικογένεια του είχε φύγει από την ζωή-μέσα σε ένα μόνο λεπτό-, έμεινε μόνος του. Χωρίς φίλους. Δεν γνώριζε αν ήταν επιλογή του, αλλα τότε ανακάλυψε μια καινούργια κρυψώνα. Τις λευκές, άδειες σελίδες. Εκεί έφτιαχνε φίλους και ήρωες. Τους έφτιχνε όπως ήθελε, τους έδινε τα ονόματα που εκείνος ήθελε και όταν ένοιωθε μόνος του, τους έφερνε δίπλα του και τους μιλούσε. Κι ύστερα τους άφηνε να φύγουν, αλλά τους κλείδωνε μέσα στα βιβλία που έγραφε. Έτσι ξεκίνησε πριν από 14 χρόνια. Έτσι έφτασε να έχει 24 φίλους. Όχι καινούργιους. Αλλά φίλους.
Τώρα αποφάσισε να γράψει το τελευταίο του βιβλίο. Να βρει τους τελευταίους του ήρωες. Ένοιωθε πως δεν είχε ανάγκη τις αλλαγές, και έτσι αυτοί θα ήταν οι τελευταίοι του. Ήθελε να γράψει το μεγαλύτερο βιβλίο που έγραψε ποτέ. Οχι μόνο ο ίδιος. Αλλά και το μεγαλύτερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ. Αλλά στο μυαλό του, είχαν σταματήσει οι επισκέψεις. Συνέχεια οι παλιοί του ήρωες αναζητούσαν την συνέχειά τους. Οι ζωντανοί. Γιατί σε κάθε του βιβλίο, υπήρχαν πάντα οι νεκροί. Σε κάθε τελευταίο κεφάλαιο, κάποιος πέθαινε. Ήταν για αυτόν κάτι σαν λύτρωση. Κάτι σαν αντίδοτο για την απώλεια που είχε βιώσει. Συνήθως ''σκότωνε'' τον πιο αγαπημένο του ήρωα. Εκείνον που αγαπούσε περισσότερο. Σαν τότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου