Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

07. Τα έλατα

Τα δάχτυλα του τεντωμένα, ακουμπισμένα στο γυάλινο τραπέζι, γλιστρούσαν μπροστά και πίσω, αφήνοντας θαμπά στίγματα. Τα μολύβια του, μικρά και μεγάλα, ετοιμοθάντα ή ακμαία τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο στο πρώτο συρτάρι του ξύλινου γραφειού. Η βρύση της κουζίνας πάντα να στάζει, με ένα ποτήρι ακριβώς κάτω από το στόμιο να συλλέγει και να γλύφει τις σταγόνες. Πρωινό ξύπνημα με χτύπημα του χεριού στον προσκέφαλο τοίχο. Το τσιγάρο του ρουφηγμένο μέχρι τη μέση.
Ένοιωθε πως υπήρχαν στιγμές που τον ξεπερνούσαν οι εμμονές του. Πως δεν θα άντεχε περισσότερο να ζει με αυτές. Μέσω αυτών εξωθούσε τις συνήθειές του στα άκρα. Υπερασπιζόταν την καθημερινότητά του, κάνοντας μηχανικές κινήσεις για το φαγητό και την ξεκούρασή του. Ήξερε σε ποιο πιάτο του άνοιγε περισσότερο η όρεξη, και ποιο ποτήρι τον ξεδιψούσε σαν όαση σε έρημο. Γνώριζε πως έπρεπε να κοιμηθεί πλάγια αριστερά για να τον πάρει πιο γρήγορα ο ύπνος. Εκείνη τη νύχτα όμως, καθώς είχε κοκκαλώσει στην αριστερή πλευρά του διπλού κρεβατιού του, αισθάνθηκε ένα απρόσμενο αεράκι στον αυχένα του. Κατάλαβε πως είχε δεχθεί την καθιερωμένη καθημερινή του επίσκεψη και από τον φόβο που του προκαλούσε το σκοτάδι, αδυνατούσε να γυρίσει. Αισθάνθηκε τέσσερα χέρια να τον ακουμπάνε στην πλάτη και πετάχτηκε από το κρεβάτι, για να βρεθεί στην μοκέτα του πατώματος.
Με κλειστά μάτια ψηλάφισε τον απέναντι τοίχο για να βρεί πάτημα και να σηκωθεί. Στο σκοτάδι βημάτιζε αργά ψάχνοντας να βρει την πόρτα. Σαν να βρισκόταν σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Ένοιωθε πως τα έπιπλα είχαν αλλάξει θέση και βρισκόταν το ένα πίσω από το άλλο, και στο τέλος όλων η πόρτα. Στάθηκε ακίνητος και γονάτισε. Σαν μωρό στα τέσσερα, προσπαθούσε με κλειστά μάτια να φτάσει στην έξοδο. Στην προσπάθειά του βρήκε δυο πόδια κάτω από τις παλάμες του. Άνοιξε τα μάτια και είδε δυο μαύρα λούστρινα παπούτσια, πιο πάνω ένα τελειώμα από μια κόκκινη φούστα-όσο μπορούσε να την διακρίνει στο μισοσκόταδο- και στην κορυφή το πρόσωπο της Ιφιγένειας, της 50 χρονης ηρωίδας του δεύτερου του βιβλίου. Πίσω της, δυο γυμνά πόδια της μικρής κόρης της, βρεγμένα. Στα χέρια της κρατούσε μια χοντρή χρυσή κλωστή.
Οι δυο γυναίκες ήταν πιασμένες από το χέρι και είχα ματωμένους αγκώνες, χτυπημένα πρόσωπα και μπλεγμένα μαλλιά. Εκείνη η ιστορία είχε έρθει στο μυαλό του λίγο μετά το θανατικό ταξίδι της οικογένειάς του. Ήταν η ιστορία μιας οικογένειας-με ένα μικρό κορίτσι-, που ζούσε σε ένα μικρό σπίτι σε κάποιο δάσος με έλατα. Ήταν Χριστούγεννα και η οικογένεια είχε στολίσει τα εννέα δέντρα που κύκλωναν το σπίτι, με στολίδια μικρά και μεγάλα. Δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα και τα εννέα δέντρα έπεσαν στο σπίτι, σαν να επρόκειτο για κάποιον μαγνήτη που τα τραβούσε. Όλα σχηματισμένα σε κύκλο βρήκαν τον κατάλληλο στόχο. Ο θάνατος των τριών ήταν ακαριαίος, με το ξύλινο σπίτι να έχει γίνει κομμάτια από το βάρος των εννέα ελάτων.
Όταν είχε τελειώσει την ιστορία, του είχε φανεί τόσο ψεύτικη, επειτιδευμένη και χωρίς αληθοφάνεια, που για χρόνια την είχε κρύψει, ωσπου την ενσωμάτωσε στο πρώτο του μυθιστόρημα. ''Το στοιχειό'', όπως την ονόμασε.
Οι δυο ψυχές στεκόταν μπροστά του και του πρότασσαν τα χέρια τους. Εκείνος αμίλητος σηκώθηκε και με κλάμματα στα μάτια, άνοιξε το παράθυρο. Ένας πολύ δυνατός άνεμος πλυμμήρισε το δωμάτιο και έκανε τις γυναίκες να ανοίξουν την πόρτα του δωματιού και να εξαφανιστούν. Τις είδε από το κλειστό-πλεον- παράθυρο να τρέχουν μέσα στη νύχτα, παραπατώντας στο μισοσκόταδο.
Το βλέμμα του συνέλαβε ένα αεροπλάνο να περνάει σαν κουκίδα στον ουρανό.
''Ψυχές είναι όλα'', είπε και τράβηξε την κουρτίνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου