Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

08. Η φωτιά

Στο παράθυρό του καθρεφτιζόταν μια φωτιά από μακριά. Μια δυνατή φωτιά, που συνεχώς κέρδιζε μπόϊ. Σαν να ένοιωθε ακόμα και τις σπίθες να φτάνουν μέχρι το παράθυρο του επάνω ορόφου. Αλλά μετά σκέφτηκε πως δύσκολα μια φωτιά που βρισκόταν και 2-3 χιλιόμετρα μακριά του, θα μπορούσε να φτάσει σε εκείνον. Αλλά του τραβούσε την προσοχή το χρώμα και η έντασή της.
Βγήκε από το σπίτι φορώντας τα αθλητικά του παπούτσια, ένα πουκάμισο δυο νούμερα μεγαλύτερο από το κανονικό του, κι ύστερα σκέφτηκε αν έχει αδυνατίσει, και μια πράσινη ζακέτα. Ο ίδιος την έλεγε σκούρα πράσινη, για τους άλλους ήταν απλά πράσινη.
Χωρίς να ξέρει προς τα που ήταν η φωτιά, διέσχισε δεκα λεπτά σκοταδιού μέχρι να βγει στον δρόμο τον ασφαλτοστρωμένο. Και τότε είδε σε ακτίνα δυο μεγάλων χωραφιών μια μικρή εστία φωτιάς. Και απόρησε πως έγινε ορατή από το παράθυρό του. Πατώντας πράσινα εδάφη την πλησίαζε όλο και περισσότερο. Ωστόσο κανέναν δεν έβλεπε ούτε γύρω του, ούτε και μακριά του, ούτε καν κοντά στην φωτιά. 'Εφτασε σε σημείο που μπορούσε να διακρίνει την φωτιά, και τότε αισθάνθηκε ένα κύμα πορτοκαλί να τον ζεσταίνει. Φοβήθηκε οτι θα αγκαλιάσει την φωτιά και έκανε δυο τρια και μετά περισσότερα βήματα πίσω. Άνθρωπος κανείς. Μονάχος με την φωτιά. Ένοιωσε το κορμί του να σφαδάζει από το πόνο, έναν πόνο ακαθόριστο, και το κεφάλι του να είναι έτοιμο να βγεί από την θέση του.
Γονάτισε και χωρίς να το καταλάβει, λιποθύμισε πέφτοντας πάνω σε δυο παρακείμενα κούτσουρα.
Ξύπνησε και ένοιωσε μια υγρή πετσέτα στο λαιμό του να έχει βρέξει το μαξιλάρι. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, διέκρινε μια μεγάλη λεκάνη με νερό και κομμένα ατσούμπαλα, πανιά στο πάτωμα.
Για μια στιγμή φοβήθηκε γιατί δεν ήξερε τι του συνέβαινε, και κυρίως δεν θυμόταν όλη αυτή την ιεροτελεστία με τα βρεγμένα μαντήλια. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, πατώντας μέσα στην λεκάνη με το νερό και κοίταξε από το παράθυρο. Στο σημείο που χθες διέκρινε την φωτιά από το παράθυρό του-το θυμόταν καλά-, δεν έβλεπε τώρα τίποτα. Μπήκε στο διπλανό δωμάτιο και στο βάθος του δρόμου είδε ένα κόκκινο μεγάλο όχημα-σαν αντίγραφο πυροσβεστικού- να σβήνει τα ίχνη του.

Υπάρχουν στιγμές που η λογική συναντάει την φαντασία και παντρεύονται. Αυτή η συνύπαρξη άλλοτε οδηγεί σε ένα διαζύγιο, που ο νους μαθαίνει να ζει με έναν εκ των δυο γονιών, και άλλες πάλι που η σχέση αυτή δεν αποκόπτεται και τα μέλη της ζουν κάτω από αυτή την ομπρέλλα. Μια ομπρέλλα που όταν βρέχει είναι κλειστή, όταν έχει αεράκι και λιακάδα ανοίγει. Όχι απαραίτητα και πάντα με αυτή την χρονική ακολουθία, αλλά δεν παύει να είναι μια διόλου τυπική ομπρέλλα.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

07. Τα έλατα

Τα δάχτυλα του τεντωμένα, ακουμπισμένα στο γυάλινο τραπέζι, γλιστρούσαν μπροστά και πίσω, αφήνοντας θαμπά στίγματα. Τα μολύβια του, μικρά και μεγάλα, ετοιμοθάντα ή ακμαία τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο στο πρώτο συρτάρι του ξύλινου γραφειού. Η βρύση της κουζίνας πάντα να στάζει, με ένα ποτήρι ακριβώς κάτω από το στόμιο να συλλέγει και να γλύφει τις σταγόνες. Πρωινό ξύπνημα με χτύπημα του χεριού στον προσκέφαλο τοίχο. Το τσιγάρο του ρουφηγμένο μέχρι τη μέση.
Ένοιωθε πως υπήρχαν στιγμές που τον ξεπερνούσαν οι εμμονές του. Πως δεν θα άντεχε περισσότερο να ζει με αυτές. Μέσω αυτών εξωθούσε τις συνήθειές του στα άκρα. Υπερασπιζόταν την καθημερινότητά του, κάνοντας μηχανικές κινήσεις για το φαγητό και την ξεκούρασή του. Ήξερε σε ποιο πιάτο του άνοιγε περισσότερο η όρεξη, και ποιο ποτήρι τον ξεδιψούσε σαν όαση σε έρημο. Γνώριζε πως έπρεπε να κοιμηθεί πλάγια αριστερά για να τον πάρει πιο γρήγορα ο ύπνος. Εκείνη τη νύχτα όμως, καθώς είχε κοκκαλώσει στην αριστερή πλευρά του διπλού κρεβατιού του, αισθάνθηκε ένα απρόσμενο αεράκι στον αυχένα του. Κατάλαβε πως είχε δεχθεί την καθιερωμένη καθημερινή του επίσκεψη και από τον φόβο που του προκαλούσε το σκοτάδι, αδυνατούσε να γυρίσει. Αισθάνθηκε τέσσερα χέρια να τον ακουμπάνε στην πλάτη και πετάχτηκε από το κρεβάτι, για να βρεθεί στην μοκέτα του πατώματος.
Με κλειστά μάτια ψηλάφισε τον απέναντι τοίχο για να βρεί πάτημα και να σηκωθεί. Στο σκοτάδι βημάτιζε αργά ψάχνοντας να βρει την πόρτα. Σαν να βρισκόταν σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Ένοιωθε πως τα έπιπλα είχαν αλλάξει θέση και βρισκόταν το ένα πίσω από το άλλο, και στο τέλος όλων η πόρτα. Στάθηκε ακίνητος και γονάτισε. Σαν μωρό στα τέσσερα, προσπαθούσε με κλειστά μάτια να φτάσει στην έξοδο. Στην προσπάθειά του βρήκε δυο πόδια κάτω από τις παλάμες του. Άνοιξε τα μάτια και είδε δυο μαύρα λούστρινα παπούτσια, πιο πάνω ένα τελειώμα από μια κόκκινη φούστα-όσο μπορούσε να την διακρίνει στο μισοσκόταδο- και στην κορυφή το πρόσωπο της Ιφιγένειας, της 50 χρονης ηρωίδας του δεύτερου του βιβλίου. Πίσω της, δυο γυμνά πόδια της μικρής κόρης της, βρεγμένα. Στα χέρια της κρατούσε μια χοντρή χρυσή κλωστή.
Οι δυο γυναίκες ήταν πιασμένες από το χέρι και είχα ματωμένους αγκώνες, χτυπημένα πρόσωπα και μπλεγμένα μαλλιά. Εκείνη η ιστορία είχε έρθει στο μυαλό του λίγο μετά το θανατικό ταξίδι της οικογένειάς του. Ήταν η ιστορία μιας οικογένειας-με ένα μικρό κορίτσι-, που ζούσε σε ένα μικρό σπίτι σε κάποιο δάσος με έλατα. Ήταν Χριστούγεννα και η οικογένεια είχε στολίσει τα εννέα δέντρα που κύκλωναν το σπίτι, με στολίδια μικρά και μεγάλα. Δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα και τα εννέα δέντρα έπεσαν στο σπίτι, σαν να επρόκειτο για κάποιον μαγνήτη που τα τραβούσε. Όλα σχηματισμένα σε κύκλο βρήκαν τον κατάλληλο στόχο. Ο θάνατος των τριών ήταν ακαριαίος, με το ξύλινο σπίτι να έχει γίνει κομμάτια από το βάρος των εννέα ελάτων.
Όταν είχε τελειώσει την ιστορία, του είχε φανεί τόσο ψεύτικη, επειτιδευμένη και χωρίς αληθοφάνεια, που για χρόνια την είχε κρύψει, ωσπου την ενσωμάτωσε στο πρώτο του μυθιστόρημα. ''Το στοιχειό'', όπως την ονόμασε.
Οι δυο ψυχές στεκόταν μπροστά του και του πρότασσαν τα χέρια τους. Εκείνος αμίλητος σηκώθηκε και με κλάμματα στα μάτια, άνοιξε το παράθυρο. Ένας πολύ δυνατός άνεμος πλυμμήρισε το δωμάτιο και έκανε τις γυναίκες να ανοίξουν την πόρτα του δωματιού και να εξαφανιστούν. Τις είδε από το κλειστό-πλεον- παράθυρο να τρέχουν μέσα στη νύχτα, παραπατώντας στο μισοσκόταδο.
Το βλέμμα του συνέλαβε ένα αεροπλάνο να περνάει σαν κουκίδα στον ουρανό.
''Ψυχές είναι όλα'', είπε και τράβηξε την κουρτίνα.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

06. Η χαμένη ανάσα

Το πρωϊ δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ένοιωθε σα να έχει βράγχια, αντί για πνευμόνια. Κάπου μεσα στον βραδυνό του ύπνο, αισθάνθηκε οτι έχασε μια αναπνοή. Κι ήταν περίεργος για ποιο λόγο την έχασε.
Χωρίς να χάσει καιρό σηκώθηκε και ξεκίνησε να σημειώνει σε ένα λευκό χαρτί, ονόματα. Κι ύστερα τα μουτζούρωνε. Είχε καταλάβει οτι δεν θα μπορούσε ποτέ του να ξεκινήσει, πόσω μάλλον να τελειώσει αυτό το τελευταίο μυθιστόρημα. Δεν μπορούσε όμως να τα παρατήσει. Το είχαν ανάγκη οι νεκροί του ήρωες. Οι θαμμένοι στις σελίδες και στα χώματα.

Κατευθύνθηκε στον κήπο και γονάτισε στο υγρό από την βροχή χώμα. Ένα γυναικείο παπούτσι τον πάτησε στο χέρι χωρίς να το καταλάβει.
Ήταν η Κλαίρη, η 28χρονη Αγγλίδα, που ζούσε για χρόνια στην Ελλάδα. Είχε έρθει στην Θεσσαλονίκη να βρει τους φυσικούς της γονείς, όταν πέθανε ο θετός της πατέρας. Λίγο πριν το τελευταίο κεφάλαιο του τρίτου βιβλίου του, της έκοψε την αναπνοή στο κρεβάτι καθως κοιμόταν. Μια μέρα πριν συνατήσει την εν ζωή ακόμα μητέρα της, έφυγε για να συνατήσει την θετή της.
''Θα έρθεις;'' του είπε κοιτώντας τον στα μάτια.
Εκείνος κατέβασε το βλέμμα, τράβηξε το χέρι από το χώμα και κινήθηκε στο σπίτι, προσκαλώντας την μέσα.
Εκείνη τον σταμάτησε με μια σιγανή κραυγή.
Γύρισε και της ζήτησε συγγνώμη.
''Δεν ήθελα να σε σκοτώσω''
''Το έκανες όμως'', του είπε και τον πλησίασε.
''Που θες να έρθω;'', της είπε και της έπιασε το χέρι.
''Μαζί μου. Θα τους βρεις όλους εκει. Και εμας και εκείνους''
''Όχι ακόμα.''

Η Κλαίρη τράβηξε απότομα το χέρι της και απομακρύνθηκε.
Λίγο πριν κλείσει την καγκελόπορτα, έβαλε τα χέρια της ανάμεσα στο στόμα της, για να καλύψει την απόσταση και να την ακούσει.
''Εγώ σου έκλεψα μια αναπνοή το βραδυ, αλλά η μητέρα σου, σου δωσε την δική της. Ίσως δεν ήρθε ακόμα ο καιρός, λοιπόν''

Μπήκε στο σπίτι με βρεγμένα μάτια. Δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτό το παράτολμο παιχνίδι μεταξύ λογικής και παραγματικότητας. Όλοι είχαν μπερδευτεί μεταξύ τους και έβρισκαν κρυψώνα στο μυαλό και στο σπίτι του. Και δεν ήξερε ποιο θα ήταν το βήμα εκείνο, που θα τα ξεδιάλυνε όλα.